Κυριακή 10 Απριλίου 2011

Review: The Κοπανοι (1987-Video)

http://www.livemovies.gr/files/imagecache/full_view/images/the_kopanoi_2.jpgΕίναι με διαφορά η ταινία που έχω δει περισσότερες φορές από κάθε άλλη.

Τυχαίο...? Δεν νομίζω

Όταν έχεις φτάσει στο σημείο να μιλάς με τους φίλους σου με ατάκες από σκηνές της ταινίας τότε μπορείς να μιλήσεις για κάτι παραπάνω από μια απλή συμπάθεια.

Διαβάστε παρακάτω την κριτική της ταινίας από το cine.gr και δείτε αποσπάσματα από την ταινία. 
Αποσπάσματα...? 
Μα τι λέω διάολε δείτε την ΟΛΗ!!!!

TRAILER

«Πωπω μούσκουλα, δικά σου είναι αγόρι μου;»
«Όχι, τα νοίκιασα».

Δώστε προσοχή. Έχουμε και λέμε:

“Νύχτα βγήκαν στο κλαρί και πήρανε τους δρόμους,
κάτι τύποι πονηροί, κρυφά απ’ τους αστυνόμους.
ήταν οχτώ και φτιάξανε τη συμμορία της πλάκας
και αρχηγός τους ήτανε, ένας ψηλός και βλάκας.

Ο μαφιόζος ο κακός έδωσε εντολή,
κανείς λευκός και όλοι τους να ‘ναι με αναστολή
να ζούνε μόνο απ’ την ψευτιά και από την κλεψιά
και έτσι εφτά μαζεύτηκαν και μια μισοριξιά.

Σε τράπεζα ληστεία, θ`αρπάξουν τα λεφτά
και σαν τη δυναστεία θα ζήσουνε μετά,
θ`αρπάξουνε και θα χαθούν, μέσα σε κουρνιαχτό
οι εφτά ληστές οι φοβεροί και ένα υπόθετο.

Μα ο Μαφιόζος δόλωμα, του στέλνει όλους μαζί,
να κλέψει αυτός χρυσαφικά από ένα μαγαζί
και να βουτήξουνε αυτούς οι μπάτσοι στο φτερό,
εφτά ληστές ηλίθιους και έναν μισερό.

Και η ληστεία γίνεται, μια μέρα βροχερή,
οχτώ ληστές στην τράπεζα μπουκάρουν τρομεροί
κι αρπάζουν με τη διαταγή του μάπα του ψηλού,
μια γάτα ψόφια, απόβλητα, και μια κουρελού.

Ο κλέφτης η Μαφία το σκάει μια και δυο
και μένει η συμμορία με το σκουπιδαριό
και από τότε λέγονται στους μύθους των παιδιών,
οι κόπανοι, τα βλήματα και οι κλέφτες σκουπιδιών.

Λέει ο μύθος τελικά ότι τάχα όλοι αυτοί,
δεν πάθανε άλλα κακά, δεν πήγαν φυλακή
και έτσι λόγω βλακείας γλιτώσαν και οι οχτώ,
οι εφτά της συμμορίας και ένα το σκατό.”

Με αυτούς τους στίχους αρχίζει η τελευταία γνήσια cult δημιουργία του Ελληνικού κινηματογράφου (Γιώργος Καραγιάννης και Σία ρεεεεεεε). Ένα αφηγηματικό τέχνασμα που το εξισώνει με το High Noon, όπου μέσω της αρχικής western μπαλάντας μαθαίνουμε χωρίς σπατάλες χρόνου το σκηνικό στο οποίο θα εξελιχθεί το φιλμ. Παράλληλα, με το κύρος μιας μπαλάντας για τον Ρομπέν των Δασών και των Merry men του, με τον λυρισμό και την ηρωική διάσταση ραψωδίας του Ομήρου ή έπους του Snori Sturlusson γίνεται σαφές ότι οι πρωταγωνιστές μας έχουν όλα τα χαρτιά τους έτοιμα για να περάσουν στην κατηγορία των μυθικών χαρακτήρων… 

..ξεκινώντας από τον Λεωνίδα (Γιώργος Κωσταντίνου). Ένας ψηλός και βλάκας, αποτυχημένος μικροαπατεώνας, του οποίου η απόγνωση συναγωνίζεται το αμφίβολου γούστου ντύσιμό του: Πλατίγυρο καπέλο, σαν τον Lee Van Cleef της Αττικής, καμπαρτίνα και τρισάθλια T-shirt (εκείνο το κίτρινο με τους φοίνικες είναι ο εφιάλτης κάθε θηλυπρεπή fashion μόδιστρου. Μόλις κατάλαβα ότι μια λέξη στην προηγούμενη πρόταση είναι πλεονασμός). Δεξί του χέρι είναι ο Βλάσης, η μισοριξιά, το υπόθετο, το σκατό του τραγουδιού. Είναι αλήθεια, μοιάζει στην καλύτερη περίπτωση με ψηλό κομοδίνο και εάν πιστεύετε πως οι διαστάσεις του τον βοηθούν στο επάγγελμα που έχει διαλέξει κάνετε λάθος, αφού έχει στο ενεργητικό του «4 ληστείες και 6 χρόνια μέσα». Ο Λεωνίδας είναι απελπισμένος. Άφραγκος και χωρίς ιδέες, αναγκάζεται να ζει στο σπίτι της…εύσωμης νυμφομανούς Φρόσως (Φρύνη Αρβανίτη-κραυγή μάχης «Αγόραρε!»), την οποία αναγκάζεται να πληρώνει σε είδος. «Τώρα τελευταία δεν πάμε καλά, γιατί της κάνω όλο τον άρρωστο. Προχτές της είπα ότι έχω AIDS» ομολογεί στον Βλάση. «και τι σου είπε;», «Θα σε τρίψω να σου περάσει». Όλα αυτά ενώ παρακολουθεί με τα κιάλια έναν πιθανό στόχο (χρηματοκιβώτιο) στην απέναντι διαμέρισμα, ενώ ο Βλάσης, σε μια κλασική συνταγή των κωμωδιών παρεξηγήσεων, έχει μάτια μόνο για τη Λιάνα (Λίντα Γίγα) που σχεδόν γυμνή κάνει…διατάσεις στο από κάτω διαμέρισμα.

Λεωνίδας: Θα χει σύστημα ασφαλείας.
Βλάσης: Γιατί, σκέφτεσαι να μπουκάρεις;
Λεωνίδας: Μπορεί.
Βλάσης: Κατάλαβα, έχεις φλομώσει!

Ο Λεωνίδας είναι εδώ και χρόνια στην αναμονή για κάποιο μεγαλεπήβολο πλάνο του Μπάμπη του Εγκέφαλου (Κώστας Καραγιώργης), το discount της απατεωνιάς, ο ιδιοφυής μαφιόζος που εμπνέεται τολμηρές επιχειρήσεις και τις διανείμει στους απανταχού πεινασμένους κακοποιούς. Συμμαθητής του Λεωνίδα στο δημοτικό, ο Μπάμπης είναι αυτό που όλοι όσοι ζουν στην παρανομία θέλουν να γίνουν, κυρίως λόγω του αξιοζήλευτου παλμαρές του – 43 κλοπές και 7 ληστείες. Αυτό που ο Λεωνίδας δεν ξέρει ακόμα είναι ότι η τύχη του θα αλλάξει… φτάνει ένα τηλεφώνημα του Εγκέφαλου και η φράση «Σου βρήκα τράπεζα». Η μεγαλύτερη επιχείρηση ληστείας του ελληνικού σινεμά μόλις πήρε το πράσινο φως.

Όπως στις αντίστοιχες Χολιγουντιανές παραγωγές, η διασκέδαση ενός τέτοιου φιλμ βρίσκεται περισσότερο στην προετοιμασία και λιγότερο στην ίδια τη ληστεία (εντάξει, με εξαιρέσεις όπως το Dog Day Afternoon). O Λεωνίδας πρέπει μέσα σε λίγες μέρες να συγκεντρώσει μια ομάδα ειδικών (ή και όχι), σκληραγωγημένων απατεώνων και θρασύτατων τυχοδιωκτών που θα τον βοηθήσουν στο τολμηρό χτύπημα. Δεν υπάρχει χώρος για ερασιτέχνες, όπως διευκρινίζει και ο Μπάμπης, αυτό που χρειάζεται είναι το «ανφάν κατέ από το κατακάθι». Τα κατακάθια της ελληνικής κοινωνίας, που θα έλεγε και ο Βασίλης Λεβέντης. Ο Λεωνίδας, αφού ελέγξει τα κιτάπια του και απορρίψει όσους για τον άλφα (φυλακή) ή τον βήτα (νεκροταφείο) λόγο δεν μπορούν να τον βοηθήσουν

καταλήγει να στρατολογήσει από το…δεύτερο γκρουπ δυναμικότητας και να συνθέσει μια A-Team με τα εξής μέλη. Δούκας (Κώστας Παληός): Xαρτοκλέφτης- τζέντλεμαν. Ντυμένος στην τρίχα βγάζει το ψωμί του κλέβοντας ηλίθιους στο πόκερ και κυράτσες στο Θανάση. Επιμένει στο στιλ του και αποφεύγει να τρώει ξύλο. Αυτό τον ρόλο τον αναλαμβάνει για πάρτη του ο..
Φούσκας (Κώστας Μακέδος): Ανθρώπινη ασπίδα λίπους, μονίμως με κάτι φαγώσιμο στο χέρι. Καλύπτει τις διαφυγές του αφεντικού του μπαίνοντας στη μέση και έλκοντας σα μαγνήτης μίσους τα χτυπήματα που αλλιώς θα προορίζονταν για τον Δούκα. Όταν θυμώνει δεν λέει «Αφεντικό, να τον δείρω;» αλλά το «Αφεντικό, να με δείρει;».
Τούφας (Μάρκος Λεζές): Ευέξαπτος καρατέκα, που στο σκοτάδι βλέπει τους πάντες σαν γιαπωνέζους νίντζα. Όταν τα βάζει με ισάξιους αντιπάλους, καταλήγει να οργώνει τα παρκέ με τα μούτρα του.
Μίκης (Γιάννης Βούρος) / Γκόγκο (Γιώργος Πετρόχειλος): Disco people- μικροκλέφτρόνια. Βαρύ μακιγιάζ, 80’s διάλεκτος και η συνήθεια να αλλάζουν συνεχώς τις γκόμενές τους για να μην τσακώνονται (Σούζι και Βανέσα).
Λαχτάρας, γνωστός και ως Κοράκι (Δημήτρης Βασματζής): Υπάλληλος γραφείου κηδειών, ψηλός, άχαρος και με το πρόσωπο που θα περίμενε κανείς να έχει ο θάνατος- ή ένας πεινασμένος δικαστικός κλητήρας. Υπεύθυνος για τα logistics του σχεδίου.

Ο Μπάμπης ενθουσιάζεται με την ανορθόδοξη σύνθεση του γκρουπ και αποφασίζει να αυτοσχεδιάσει. Αφού προμηθεύσει στην ομάδα τα σχέδια της τράπεζας δημιουργεί ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο που περιλαμβάνει μάσκες, έφοδο, μεταφορά της λείας σε νεκροφόρα και faux-κηδεία. Αυτό που κανείς δεν ξέρει εκτός από τον Μπάμπη, την Λίντα και εμάς (που ακούσαμε προσεκτικά το αρχικό τραγουδάκι) είναι πως το πραγματικό σχέδιο του mastermind είναι να δημιουργήσει τον κατάλληλο αντιπερισπασμό, ώστε οι δικοί του άνθρωποι να κλέψουν ένα κοσμηματοπωλείο.

Αλλά η αχρηστία του Λεωνίδα και των 7 του είναι κάτι που ούτε ο ίδιος ο Εγκέφαλος θα είχε προβλέψει.. Ο Δούκας που πρέπει να κάνει το πτώμα τρώει βαρύ πρωινό και δεν μπορεί να ξαπλώσει στο φέρετρο αν δεν του φέρουν μια σόδα… οι μασκοφόροι που εισβάλλουν στην τράπεζα μπλέκουν με ουρές και ανυπότακτους συνταξιούχους…και οι σακούλες Softex που τελικά παραδίδονται στο Φούσκα είναι τα…σκουπίδια (όταν τα βάζουν στο φέρετρο μαζί με το Μίκη, ο Τούφας φωνάζει «ρε συ, ακόμα δε σε βάλαν στην κάσα και βρώμισες;»)! Ευτυχώς για τους ήρωές μας, που δεν αξίζουν τη σύλληψη η Λίντα, γοητευμένη μάλλον από την προσωπική μόδα του Λεωνίδα αποκαλύπτει τα σχέδια του Μπάμπη καθώς και τον προδότη της συμμορίας των οχτώ (ο Βλάσης). Αυτό που ακολουθεί είναι μια εξαιρετικά αργή κούρσα προς το αεροδρόμιο, για να προλάβουν τον Μπάμπη πριν το σκάσει, ένας γενικός χαμός και ένα τεράστιο τρακάρισμα από το οποίο οι 7 εκ των 8, καταλήγουν στο νοσοκομείο με κατάγματα. Άδοξο τέλος για τους φιλόδοξους ληστές, που τουλάχιστον γλίτωσαν τη φυλακή…αλλά ίσως η μοίρα που τους περιμένει (η Φρόσω μπουκάρει στο δωμάτιο όπου είναι όλοι τους αβοήθητοι) είναι χειρότερη.







Τι είναι το The Κοπανοι εκτός από super cult; Είναι το ελληνικό Ocean’s Eleven (του Original Ocean’s Eleven, με πολλές ομοιότητες στο σχέδιο), το Τhe Killing των Βαλκανίων, το Rififi της Ανατολικής Μεσογείου, το The Greek Job. Και ο Γιώργος Κωνσταντίνου; Ο έλληνας Michael CaineStanley Kubrick + Mel Brooks (σκηνοθέτης) και David Mamet (σεναριογράφος). Τρία ταλέντα σε ένα, και χωρίς δάκρυα στα μάτια, εκτός από αυτά λόγω γέλιου.

Οι χαρακτήρες είναι όλοι αξιομνημόνευτοι-ακόμα και οι δευτερεύοντες, σαν τον κουφό ιδιοκτήτη του γραφείου τελετών ή τον υπερ-εξυπηρετικό διευθυντή τράπεζας. Οι σκηνές έχουν μια ερασιτεχνική χροιά, σχεδόν αυτοσχεδιασμού, σαν ένα είδος reality show με θέμα αποτυχημένες ληστείες ενώ κάποιες άλλες (σαν την surreal προπόνηση του Τούφα) είναι διαμαντάκια. Όσο για τους διαλόγους; Κόλαση. «Ντάξει, άμα πάρει το μπαλόνι από δω επειδή το ‘φερες εσύ, θέλω και εγώ ένα μερίδιο για τη γιαγιά μου, θα τη φέρω να μας πλέξει» λέει ο Τούφας για τον Φούσκα, στην μοιρασιά των υποθετικών μεριδίων. «Μπροστά στο καρέ σας, χάνω το χρώμα μου»- το καμάκι του Δούκα. Για να μη μιλήσουμε για τους ιδιότυπους διαλόγους μεταξύ Μίκη και Γκόγκο: «Ποιος είσαι ρε και βλεφαριάζεις; Ο ροκαβλόν;», «Θα με καραφλιάσεις», «Καλά, μου ‘φυγε ο τάκος ε; τι ναι αυτά που λες ρε τρίποντο;». Και η πλάκα είναι ότι σε σύγκριση με την σύγχρονη λεξιπενία, νιώθω μια νοσταλγία….
(πρωταγωνιστής),





Επίσης επιτρέψτε μου μια τελευταία θεώρηση: Μπορεί να γελάμε με το The Κοπανοι, αλλά κάθε φιλμ είναι παιδί των καιρών. Και διαβάζοντας ανάμεσα στις γραμμές του σεναρίου, αυτό που προκύπτει είναι η απαισιοδοξία του Έλληνα μπροστά στην οικονομικά παιχνίδια που τον έχουν θεατή και θύμα, κάτι που κορυφώθηκε στην μεγάλη Χρηματιστηριακή Φούσκα, αλλά και η κοινωνική αδικία (αναφορά στον Γούκο) που μεταβολίζεται σε κοινωνικό κυνισμό και ωθεί τους ήρωες-κακομοίρηδες να ρισκάρουν τη φυλακή προκειμένου να επιτύχουν το Greek dream- ζωή και κότα στις Μπαχάμες- «Άμα είναι για κομπίνα η για κλεψιά, βρίσκεις μπόλικο κόσμο. Άμα είναι για δουλειά δεν βρίσκεις κανέναν». Τέλος, ο Μπάμπης αποφεύγει τη φυλακή παρόλο που πιάστηκε στα πράσα…και αυτό γιατί αν πέσει αυτός, θα πέσουν και άλλοι οπότε ας εφαρμόσουμε το μαφιόζικο προϊόν της Omerta για να ζήσουμε εμείς καλά και οι φίλοι μας καλύτερα. Ποιος από εσάς έχει το κουράγιο να τοποθετήσει το The Κοπανοι στην κατηγορία του fiction;
Ταινία: 8/10 Stars8/10 Stars8/10 Stars8/10 Stars8/10 Stars8/10 Stars8/10 Stars8/10 Stars (8/10)